Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας σκύλος, μια γάτα κι ένας κόκορας. Ζούσαν στην αυλή ενός όμορφου σπιτιού σε ένα χωριό, ενός σπιτιού που είχε χτιστεί με κόπο, υπομονή, επιμονή και μεράκι, πολύ μεράκι.
Η ζωή τους ήταν απλή, μα βαρετή. Κάθε μέρα ήταν η ίδια με την προηγούμενη. Δεν υπήρχε τίποτα καινούριο, τίποτα που να άλλαζε τη ρουτίνα. Η βαρεμάρα ήταν τόσο μεγάλη, που είχε αγγίξει τα όρια του απαίσιου. Ήταν εφιαλτική. Δεν υπήρχε μέλλον. Ή, απλώς, δεν ήθελαν να ζήσουν το μέλλον που σκιαγράφονταν μπροστά τους.
Κι έτσι, ένα βράδυ αποφάσισαν να φύγουν από την αυλή. Θα έκαναν ένα ταξίδι. Δεν ήξεραν αν θα ήταν μικρό ή μεγάλο, μακρινό ή κοντινό. Δεν ήξεραν αν θα έφταναν κάπου, αν θα έμεναν τελικά εκεί όπου θα έφταναν, αν επέστρεφαν πάλι πίσω στην αυλή τους. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το ταξίδι. Εκείνο το βράδυ, υποσχέθηκαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ξεπεράσουν κάθε λογής εμπόδιο που θα βρεθεί μπροστά τους. Ο σκοπός ήταν κοινός, η αποφυγή της μίζερης ζωής.
Την επόμενη μέρα, ξεκίνησαν, νωρίς το πρωί…
…Πέρασαν μέσα από χωράφια, μέσα από δρόμους, μέσα από δασάκια, μέσα από πόλεις… Πουθενά δε σταμάτησαν, παρά μόνο για ανάπαυση…
…Ένα απόγευμα, σταμάτησαν να φάνε, όπως πάντα. Συνειδητοποίησαν ότι ο κόκορας, που ήταν η σειρά του να ψωνίσει τρόφιμα, το είχε ξεχάσει, όταν πέρασαν την προηγούμενη μέρα από ένα χωριό. Τότε η γάτα θύμωσε, επειδή δεν άντεχε την πείνα. Ήταν καλομαθημένη. Ο σκύλος έσκυψε το κεφάλι και γύρισε πίσω να φέρει φαγητό. Ήταν πολύ ταπεινός. Ο κόκορας φώναζε: «Δεν φταίω εγώ που το ξέχασα! Εσείς με ζαλίσατε χθες με τις κουβέντες σας! Μου πήρατε το μυαλό!» Ο κόκορας είχε πάντα την ικανότητα να γλιτώνει από δύσκολες καταστάσεις κατηγορώντας τους άλλους. Όση ώρα φώναζε, η γάτα έπλενε τη γούνα της. Δεν ήταν δικό της πρόβλημα, άλλος έφταιγε. Ο σκύλος επέστρεψε κουρασμένος και πεινασμένος. Δε μίλησε, άλλα μέσα του ήταν λυπημένος και στεναχωρημένος που τον εκμεταλλεύτηκαν. Ποτέ δεν έκανε παράπονα, όμως. Άλλα έκρυβε μεγάλο πόνο και θυμό, που αντικατοπτρίζονταν μόνο στο βλέμμα του μερικές φορές.
Το ταξίδι συνεχίστηκε…
…Το κλίμα μεταξύ των τριών φίλων είχε βαρύνει κάπως, επειδή για μεγάλο διάστημα δεν είχαν συναντήσει κανέναν, παρά μόνο ο ένας τον άλλον. Έτσι, δεν πολυμιλούσαν, υπήρχε εκνευρισμός και γενικά, αρνητικά συναισθήματα. Τότε ο κόκορας πρότεινε να πήγαιναν στο πανηγύρι ενός διπλανού χωριού, να βλέπανε κόσμο, να άκουγαν τη μουσική των πλανόδιων, να άλλαζε κάπως η διάθεσή τους. Ο κόκορας μπορεί να ήταν φωνακλάς, αλλά ήξερε να βρίσκει την χαρά σε απλά πράγματα. Η γάτα δεν ήθελε να συναντήσει κόσμο κατώτερου επιπέδου από το δικό της, καθώς ήταν είχε πολύ καλή ανατροφή και ήξερε πως να φέρεται. Γκρίνιαξε υποτιμητικά, όπως πάντα και γύρισε την ράχη της αδιάφορη. Ο σκύλος ήταν ήσυχος και δεκτικός. Δεν είπε όχι. Απλώς, δεν ήξερε να εκτιμάει και ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας. Δεν έβγαλε άχνα όση ώρα ήταν στο πανυγήρι και είχε πολύ κακή διάθεση. Ποτέ δεν έβρισκε χαρά με τίποτα. Όχι μόνο στην αυλή του σπιτιού, αλλά και στο ταξίδι. Ο κόκορας, απογοητευμένος και στεναχωρημένος, του είπε να γυρίσουν πίσω και να συνεχίσουν το ταξίδι…
…Ένα βράδυ που έβρεχε δυνατά, οι τρεις φίλοι βρήκαν μπροστά τους ένα ποτάμι. Έπρεπε να προχωρήσουν, επειδή η μπόρα δυνάμωνε κι θα αρρώσταιναν αν έμεναν στη βροχή. Δεν υπήρχε πουθενά μέρος να περιμένουν να κοπάσει η μπόρα. Στην απέναντι όχθη μόνο. Αλλά μόνο μια γέφυρα υπήρχε για την απέναντι όχθη κι αυτή είχε γκρεμιστεί. Υπήρχε μια πολύ μικρή σχεδία στην ακτή. Ο κόκορας φώναξε: «Δε με νοιάζει! Μετανοιώνω που ήρθα μαζί σας! Είστε άχρηστοι! Ούτε να χαίρεστε δεν ξέρετε! Πάντα ήμουν δυστυχισμένος μαζί σας και φταίτε εσείς γι’ αυτό!» Ο σκύλος δε μιλούσε, αλλά το βλέμμα του ήταν απελπισμένο και οργισμένο. Είπε: «Έκανα πολλή υπομονή μαζί σας, δεν πάει άλλο. Όλα τα βάρη πέφτουν πανω μου, πάντα. Φεύγω.» Τότε, η γάτα πήδηξε πάνω στη σχεδία! Δεν το περίμεναν αυτό. Οι γάτες σιχαίνονται το νερό, και ειδικά τα ποτάμια! Και ποιός το περίμενε αυτό από τη συγκεκριμένη γάτα, που είχε ανατραφεί στα πούπουλα; Που πάντοτε ήταν αδιάφορη! Ο κόκορας κάγχασε: «Θα πνιγεί!», είπε και γέλασε. Ο σκύλος είχε ήδη πάρει το δρόμο του γυρισμού, δεν άκουγε τις φωνές της γάτας που είχε πέσει μέσα στο νερό. Ο κόκορας ούρλιαζε τρομοκρατημένος: «Δε με νοιάζει!»Η γάτα σταμάτησε να φωνάζει… Δάκρυα μετανοίας έπνιξαν την φωνή της…
Εκείνη την ώρα, δύο μικροσκοπικά, μαύρα ζωύφια προσπαθούσαν να φτάσουν στο καταφύγιο της απέναντι όχθης, πάνω σε ένα αποτσίγαρο. Είχαν ήδη φτάσει ως τη μέση…
Πού θα πάτε στις διακοπές σας;
homage to Shinichiro Watanabe